Από την ποίηση του ύστερου Μεσαίωνα στην πεζογραφία της Αναγέννησης: εικόνες του λογοτέχνη

Η μετάβαση από την ποίηση του ύστερου μεσαίωνα στην πεζογραφία της αναγέννησης κυρίως μέσα από τη ματιά του λογοτέχνη, με βάση δυο χαρακτηριστικά αντιπροσωπευτικά κείμενα των αντίστοιχων περιόδων· το “Canzo” του Αρνό Ντανιέλ, και το «Πρόλογος του συγγραφέα στον Γαργαντούα» του Φρανσουά Ραμπελέ. Τα  βασικά χαρακτηριστικά της λυρικής ποίησης και της πεζογραφίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την εποχή της Αναγέννησης, και ο τρόπος που κατασκευάζει την εικόνα του ο λογοτέχνης, ποιητής ή πεζογράφος. Η λειτουργία και η σπουδαιότητα της πεζογραφίας στον Ραμπελέ, ειδικότερα ως προς τη σχέση ανάμεσα στην ψυχαγωγική και τη διδακτική της διάσταση. Τα παραπάνω ζητήματα σε συνάρτηση με το πέρασμα από τον Ύστερο Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.


Η λυρική ποίηση του ύστερου Μεσαίωνα, και η  πεζογραφία της Αναγέννησης.

Η λυρική μεσαιωνική ποίηση εμφανίστηκε κατά τον ύστερο μεσαίωνα και μαζί με τη σατιρική, αποτέλεσαν ξεχωριστό ρεύμα λογοτεχνικής έκφρασης των δημωδών γλωσσών.   Πρόκειται για σχετικά σύντομα ποιήματα, που παρουσιάζουν κατά τόπους και κατά καιρούς διαφορετικούς τρόπους στιχουργικής. Βασικό θέμα της λυρικής ποίησης αποτελεί ο έρωτας, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει η μουσικότητα του ποιητικού λόγου, καθώς οι λογοτέχνες - τροβαδούροι της εποχής κυρίως τραγουδούσαν τα ποιήματά τους. Τη σχέση άλλωστε μεταξύ ποίησης και μουσικής εκφράζει ο ίδιος ο όρος “λυρισμός” που προέρχεται από την αρχαιοελληνική “λύρα”.

Οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν στο  μεσαίωνα  για να γραφτεί η λυρική ποίηση ήταν οι  λόγιες, Ελληνικά και Λατινικά. Μεγάλη όμως σημασία αποδίδεται στις δημώδεις γλώσσες  που χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένες μορφές λυρικής και σατιρικής ποίησης κατά τον ύστερο μεσαίωνα (όπως η γλώσσα του οκ), και που θεωρούνται οι πρώτες εκφάνσεις μιας νεαρότερης λογοτεχνικής συνείδησης.

Η Λογοτεχνική πεζογραφία εμφανίζεται στα πρώτα χρόνια της αναγέννησης, και “γεννιέται” (έστω και ακούγεται παράδοξο, καθώς ο πεζός λόγος θεωρείται φυσικότερος) από τη λυρική ποίηση και τον έμμετρο λόγο. Η επέκταση της γραφής σε βάρος της προφορικότητας, και η διάδοση του τυπωμένου βιβλίου, συμβάλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη  του πεζού λόγου και στη σταδιακή αυτονόμησή του σε σχέση με τον έμμετρο. Έτσι κατά την περίοδο αυτή εμφανίζονται και καλλιεργούνται είδη και μορφές πεζογραφίας, με τους δικούς τους κανόνες γραφής και τα δικά τους ιδιαίτερα κριτήρια αξιολόγησης.  Ανάμεσά τους  πρωτοεμφανίζονται σχεδόν παράλληλα και ξεχωρίζουν οι πρώτες συλλογές διηγημάτων και τα μυθιστορήματα.

Το διήγημα είναι μια σύντομη αλλά περιεκτική μορφή αφηγήματος που επικεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό θεμάτων επεισοδίων ή προσώπων. Οι πρώτες συλλογές αφηγημάτων αυτού του τύπου αναπτύσσονται στην Ιταλία, σε αστικό κυρίως πλαίσιο με τυπικά διδακτικό και σατιρικό χαρακτήρα. Με τον καιρό η τάση του νέου αυτού λογοτεχνικού είδους επεκτείνεται στη Δυτική Ευρώπη και πέρα από αυτή, μέσα από τη μετάφραση, τη μίμηση ή την τοπική προσαρμογή.

Το μυθιστόρημα από την άλλη, ορίζεται από τη μεγάλη έκταση και τη σύνθετη δομή της αφήγησης του. Εκτείνεται κατά κανόνα σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και συνενώνει πολλούς μυθιστορηματικούς ήρωες και ιστορίες, μέσα σε μια συνήθως ευρεία πλοκή. Αν και θα μπορούσε  κάποιος να υποθέσει  ότι το μυθιστόρημα προέρχεται από το διήγημα ή αποτελεί σύνθεση πολλών διηγημάτων, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.  Αφενός η εμφάνιση του - όπως προαναφέραμε - ήταν παράλληλη με αυτή του διηγήματος, και αφετέρου, οι πηγές του ανάγονται όχι τόσο στη διδακτική λογοτεχνία, όσο σε μετεξελίξεις της επικής ποίησης, της ιπποτικής μυθιστορίας, καθώς και σε παλαιότερα και εκκλησιαστικά είδη γραμματείας, όπως οι διάλογοι ή οι βίοι αγίων.

Ο λογοτέχνης στο επίκεντρο.

Όπως παρατηρήσαμε στο πρώτο μέρος της εργασίας το βασικό θέμα της λυρικής ποίησης  είναι ο έρωτας. Ο έρωτας όμως όχι ως αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας, αλλά ως έκφραση των συναισθημάτων του ίδιου του ποιητή. Ο λυρικός ποιητής μιλά συχνά σε πρώτο πρόσωπο και απεικονίζει κυρίως αυτό που σήμερα λέμε “προσωπικό κόσμο” του. Με αυτό τον τρόπο οι τροβαδούροι της εποχής συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας νεότερης εικόνας του ποιητή που φέρνει το δημιουργό - λογοτέχνη στο επίκεντρο.

Πιο συγκεκριμένα στο πρώτο από τα κείμενα που εξετάζουμε, το “Canzo” του Αρνό Ντανιέλ, παρατηρούμε τα εξής: Έστω και αν εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο ποιητής ασχολείται με τον έρωτα, μέσα από μια προσεκτικότερη ανάγνωση συμπεραίνουμε ότι έρωτας του ποιητή αναφέρεται περισσότερο στην ίδια την ποιητική του τέχνη και τον εαυτό του, πάρα στα μάτια της “όμορφης κυράς”. Βέβαια ο ρόλος της γυναίκας είναι πρωταρχικός στο ποίημα αλλά πολύ περισσότερο ως “αφορμή” ώστε ο ποιητής να εμπνευστεί και να δημιουργήσει. Η πρόθεση του ποιητή να γίνει ο ίδιος το κύριο θέμα του ποιήματός του είναι εμφανής. Ξεκινά σε πρώτο πρόσωπο, και υπογραμμίζει περισσότερο την τέχνη της ποιητικής γραφής πάρα τον ίδιο τον έρωτα, το θέμα δηλαδή του ποιήματός του. Συνεχίζει περιγράφοντας με ένταση τα συναισθήματά του, και καταλήγει σε έναν ύμνο στο πρόσωπό του, πάλι εμφατικά σε πρώτο πρόσωπο.

Σε ότι αφορά στους λογοτέχνες της Αναγέννησης, είναι σαφώς επηρεασμένοι από την Αναγεννησιακή τάση και τον Ουμανισμό που φέρνουν τον Άνθρωπο στο επίκεντρο. Ταυτόχρονα όμως, “μεθυσμένοι” από ένα νέο είδος εξωτερικής επιβολής το “μοντέρνο κλέος”, δείχνουν να πασχίζουν για τη δόξα τους επί της γης, ή την υστεροφημία τους.

Στο υπό εξέταση  κείμενο το «Πρόλογος του συγγραφέα στον Γαργαντούα» του Φρανσουά Ραμπελέ, τα πράγματα μοιάζουν αρκετά συγκεχυμένα. Είναι αρκετά δύσκολο να μιλήσουμε για μια ξεκάθαρη εικόνα και άποψη του συγγραφέα, όταν ο ίδιος φάσκει και αντιφάσκει, συνεχώς αυτοαναιρείται, και μονίμως ειρωνεύεται και διακωμωδεί τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τον  εαυτό του. Αναφέρεται στο Σωκράτη για να υποστηρίξει ότι το έργο του είναι σοβαρό, αλλά απευθύνεται σε “μπεκρήδες περιφημότατους”. Μιλά για τη “βαθύτερη έννοια” που που πρέπει να ερευνηθεί στο κείμενο,  και ταυτόχρονα παρουσιάζει το συγγραφέα (τον εαυτό του δηλαδή) να μεθοκοπά και καθόλου να μην ενδιαφέρεται για όλα αυτά. Αυτό όμως που με βεβαιότητα μπορούμε να διακρίνουμε, είναι το ερώτημα της αξίας της λογοτεχνίας και του ρολού του λογοτέχνη που τίθεται επιτακτικά στην κρίση των αναγνωστών αλλά και στο ίδιο του τον εαυτό.

Η λειτουργία και η σπουδαιότητα της πεζογραφίας στον Ραμπελέ. 

Στην εποχή της Αναγέννησης οι λογοτέχνες δείχνουν να αποκτούν συναίσθηση της τεράστιας επιρροής που έχει αποκτήσει η πεζογραφία στο αναγνωστικό κοινό της εποχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ουμανιστή συγγραφέα Φρανσουά Ραμπελέ, ο οποίος με τα τέσσερα ή πέντε συνολικά έργα της σειράς “Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ” σηματοδοτεί την επιβολή της πεζογραφικής λογοτεχνίας ως αναγνωρισμένου κοινωνικού θεσμού. Ο ίδιος ο συγγραφέας μάλιστα, έχοντας πλήρη επίγνωση της ιδιάζουσας σημασίας που έχουν αποκτήσει τα έργα του και κατ' επέκταση η πεζογραφία, δεν χάνει την ευκαιρία να εκφράζει το γεγονός αυτό στους προλόγους των βιβλίων του.


 
Gargantua, έργο του  Gustave Doré (1893).
Σε ότι αφορά το ύφος γραφής του Ραμπελέ, τα περισσότερα από τα στοιχειά που συνθέτουν τη γλώσσα του, όπως η ειρωνεία, η σάτιρα, η αθυροστομία στα σεξουαλικά κυρίως θέματα, και πολλά άλλα, είναι γνωστά από τη λογοτεχνία του ύστερου μεσαίωνα. Η ουσιαστική διάφορα έγκειται στο γεγονός ότι οι επιδιώξεις του συγγραφέα έρχονται σε πλήρη αντίθεση προς τις μεσαιωνικές αντιλήψεις. Η λογοτεχνία του μεσαίωνα κινείται σε ένα σταθερό κοσμολογικό, ηθικό, ταξικό, και γεωγραφικό πλαίσιο. Ακόμα και όταν τα πράγματα έχουν πολλές όψεις, προσπαθούν να τις εντάξουν στο σταθεροί πλαίσιο μιας συνολικής τάξης πραγμάτων. Αυτή τη μονοδιάστατη αντίληψή επιχειρεί να ανατρέψει ο Ραμπελέ. Παίζει με τις πιθανές εκφάνσεις και το χάος το φαινομένων, και αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη του από τους γνώριμους τρόπους θεώρησης. Ο άνθρωπος στην κοσμοαντίληψη του συγγραφέα είναι πιο ελεύθερος στη σκέψη, στην επιβολή των ενστίκτων, και στην πραγματοποίηση των επιθυμιών του.

Αυτό όμως που προσδίδει ιδιαίτερη αξία στο έργο του Ραμπελέ είναι ότι συνδυάζει με μεγάλη μαεστρία τη διδακτική με την ψυχαγωγική διάσταση. Την τέρψη δηλαδή και την ωφέλεια. Παρά την ευρυμάθεια του που είναι εμφανέστατη στα κείμενά του, τα πολλαπλά μηνύματα, και τις αλληγορικέ έννοιες, παραμένει κατά βάση λαϊκός ποιητής. Τα έργα του μπορούν κάλλιστα να ψυχαγωγήσουν ακόμα και το πιο αμόρφωτο κοινό, με μόνη προϋπόθεση να καταλαβαίνει τη γλώσσα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το φαινόμενο της πολιτισμικής αναγέννησης που παρατηρείται σε πολλαπλό επίπεδο από τις αρχές του 14ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, με κύριο χαρακτηριστικό την πλήρη αναδιαμόρφωση του τρόπου σκέψης. Σαν συμπέρασμα μπορούμε να καταλήξουμε στο γεγονός ότι η μετάβαση από τη λυρική ποίηση του υστέρου μεσαίωνα στην πεζογραφία της αναγέννησης, εκφράζει με τον ποιο χαρακτηριστικό τρόπο τη νέα αυτή πολιτισμική επανάσταση, και το πέρασμα του συγχρόνου ανθρώπου στη νέα εποχή. Στον τρόπο δηλαδή που ο ανθρώπινος νους θεάται τον κόσμο, και στον κεντρικό ρόλο του ίδιου μέσα σε αυτόν. Ο Γίγαντας Γαργαντούα, (το μέγεθος του οποίου είναι απολύτως σημειολογικό) είναι καλοφαγάς, πανούργος, αγαθός και γλεντζές. Έτσι και νέος άνθρωπος που ζει την πραγματικότητα με το νου και τις αισθήσεις του. Απομυθοποιεί τα στερεότυπα,  τη μοιρολατρία, και τη θρησκοληψία του παρελθόντος, και διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο, τινάζοντας από πάνω του όση «μεσαιωνική σκόνη» έχει απομείνει.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Άουερμπαχ Έρικ, Ο κόσμος στο στόμα του Πανταγκρυέλ, στο Ανθολόγιο κριτικών κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008


Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον 6ο ως τις αρχές του 18ουαιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008

Μπούρκχαρτ Γιάκομπ, Το μοντέρνο κλέος, στο Ανθολόγιο κριτικών κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008

Ντανιέλ Αρνώ, Canzo, στο Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008

Ραμπελέ Φρανσουά, Πρόλογος του συγγραφέα στον Γαργαντούα, στο Ανθολόγιο κριτικών κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008


ΔΙΑΔΥΚΤΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Samuel Rene, Le monde des littératures, Gargantua et Pantagruel, http://www.cosmovisions.com/textGargantua.htm, 18 Νοεμβρίου 2010.