Η Πλατωνική άποψη περί δικαιοσύνης τόσο μέσω των Σωκρατικών διαλόγων, όσο και μέσω της αμιγούς πλατωνικής κοσμοθεωρίας και οι απόψεις του Αριστοτέλη περί αγαθού και δικαίου. Οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις μεταξύ της Πλατωνικής και της Αριστοτελικής αντίληψης για τη δικαιοσύνη. Η επίδραση και η εφαρμογή που θα μπορούσαν να έχουν στη σύγχρονη σκέψη οι Πλατωνικοί και Αριστοτελικοί στοχασμοί περί δικαιοσύνης.
«Αν μπορούσαμε, όποτε το επιθυμούσαμε, να γινόμασταν αόρατοι και άρα να διαφεύγαμε ατιμώρητοι οταν διαπράτταμε κάτι κακό, θα είχαμε συμφέρον να είμαστε δίκαιοι; Γιατί να είμαι δίκαιος σε έναν άδικο κόσμο όταν αυτό δεν συμφέρει; Είμαστε δίκαιοι γιατί φοβόμαστε την τιμωρία; Είναι η δικαιοσύνη το δίκαιο του ισχυροτέρου;»
Στην Πλατωνική Πολιτεία ανασκευάζεται αρχικά απο τον Σωκράτη κάθε άποψη που συνδέει τη δικαιοσύνη με το δίκαιο του ισχυροτέρου αλλά και με το οτι το να πράττεις το δίκαιο είναι μετρήσιμο συμφέρον. Αλλά αυτό φαίνεται να μην αρκεί. Ο Πλάτων προχωρά σε κάτι δραστικό: η δικαιοσύνη καταδεικνύεται οτι πηγάζει από μια ειδική και εξαιρετική θεωρητική γνώση των Ιδεών και τοποθετείται σε ένα συγκεκριμένο είδος (ανύπαρκτης) κοινωνίας, προσδίδεται σε ένα συγκεκριμένο και εξαιρετικό είδος ανθρώπων, και δεν έχει σχέση με νόμους της καθημερινότητας.
Αντίθετα, ο Αριστοτέλης, κινούμενος μέσα στο πλαίσιο της πράξης, δεν μας καλεί να γνωρίσουμε θεωρητικά το αγαθό αλλά να γίνουμε δίκαιοι και ενάρετοι στα πλαίσια των υπαρκτών πολιτευμάτων. Η δικαιοσύνη ως πολιτική αρετή ορίζεται ως η μόνη από τις αρετές που, επειδή αναδεικνύεται στην ενάρετη άσκηση της εξουσίας, «είναι-για-τον-άλλον» («ἐστὶ πρὸς ἒτερον», Ηθικά Νικομάχεια, Β 1130 a 4 κ.ε.). Για τον Αριστοτέλη, το δίκαιο θεμελιώνεται πάνω στο σεβασμό του νόμου αλλά και πάνω στο «ισομοίρασμα των αγαθών» («τὸ μὲν δίκαιον ἂρα τὸ νόμιμον καὶ ἲσον», Ηθικά Νικομάχεια, 1129 b).
Πλάτων
Η
πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα όπως εντοπίζεται στο έργο του Πολιτεία,
κάνει για λόγο για τη διαμόρφωση μια ιδεώδους πολιτείας σκοπός της
οποίας είναι η ευδαιμονία όλων των πολιτών. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί
κατά τον Πλάτωνα, μόνο μέσω της «πολιτείας της γνώσης». Δημιουργεί
τρεις τάξεις πολιτών, και με βάση την αξία και τις φυσικές ειδικότητες
τους, τους κατατάσσει ιεραρχικά σε αυτές. Στην κορυφή βρίσκονται οι
«σοφοί» (φιλόσοφοι και βασιλείς), στη μέση οι «επίκουροι» (η μεσαία τάξη
των στρατιωτικών φυλάκων), και στη βάση οι «δημιουργοί» (η μεγάλη τάξη
όλων των εργαζόμενων πολιτών). Επιπλέον βασιζόμενος στα τρία μέρη της
ψυχής, το «λογιστικόν» το «θυμοειδές» και «επιθυμητικόν» αντιστοιχίζει
ηθικά τις τρεις πρωτεύουσες αρετές· σοφία στους «σοφούς», ανδρεία στους
«επίκουρους», και σωφροσύνη στους «δημιουργούς». Σε ότι αφορά το
ζητούμενο μας - τη δικαιοσύνη - αυτή πρέπει να την έχουν όλοι οι
πολίτες. Η κυβέρνηση λοιπόν κατά τον Πλάτωνα στην «ορθή πολιτεία»
πρέπει να στηρίζεται στη γνώση και μόνο όταν αυτή λείπει πρέπει να
ενεργοποιείται ο «δεύτερος πλους» ή "plan B" όπως θα λέγαμε σήμερα, που
είναι η «κυβέρνηση των νόμων» και που αποτελεί τη δεύτερη καλύτερη
εναλλακτική λύση.
Όπως
προαναφέραμε η δικαιοσύνη πρέπει να είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων
των πολιτών της πλατωνικής ταξικής πυραμίδας. Ο καθένας πρέπει να
πράττει «δικαίως τα αυτού» σύμφωνα με την ιδιοσυστασία του. Απώτερος
σκοπός είναι ο κάθε πολίτης μέσω του «ευ πράττειν» να οδηγηθεί στην
δημόσια ευδαιμονία που αποτελεί την ουσία της άριστης και ιδεώδους
πολιτείας. Ως εκ τούτου λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η δικαιοσύνη
είναι προαπαιτούμενο της ευδαιμονίας, άρα ο άδικος δεν μπορεί να είναι
ευδαίμων.
Η
δικαιοσύνη όπως αναφέρει ο Πλάτων μέσα από τα λεγόμενα του Σωκράτη (σε
διάλογο με το Γλαύκωνα) στην Πολιτεία, δεν σχετίζεται με την εξωτερική
δράση του ατόμου αλλά με όσα συντελούνται μέσα του. Πρόκειται δηλαδή για
μια προσωπική εσωτερική διεργασία κατά την οποία η γνώση παίζει
πρωταρχικό ρόλο. Όταν και εφόσον ο άνθρωπος είναι συμφιλιωμένος με τον
εαυτό του, και όταν μπορεί να φέρει σε αρμονία τα τρία διαφορετικά μέρη
της ψυχής του ώστε να μην αλληλοσυγκρούονται αλλά να
αλληλοσυμπληρώνονται, τότε δεν μπορεί παρά να πράττει δίκαια.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έλλειψη δικαιοσύνης στην
Πλατωνική πολιτεία αποτελεί πολύ περισσότερο έλλειψη γνώσης ή
αυτογνωσίας, παρά συνειδητή επιλογή.
Η
γνώση λοιπόν αποτελεί προαπαιτούμενο της δικαιοσύνης. Η γνώση όμως
γενικά και αόριστα; Κυρίως η γνώση του αγαθού. Στη συνεχεία του διαλόγου
του Σωκράτη με το Γλάυκωνα ο Φιλόσοφος παρατηρεί πως κανένας δεν
πρόκειται να γνωρίσει τα δίκαια προτού γνωρίσει τη σχέση τους με το
αγαθό. Παραδέχεται βέβαια την αδυναμία της ψυχής να συλλάβει σε
ικανοποιητικό βαθμό τι τέλος πάντων είναι το αγαθό και τον πιο ακριβώς
τρόπο σχετίζεται με το δίκαιο, αλλά παρόλα αυτά υποστηρίζει πως η
πολιτεία δεν πρόκειται να ολοκληρώσει τη διαμόρφωσή της αν αυτός που
ασκεί την εποπτεία δεν θα γνωρίζει τη συνάφεια των δίκαιων με το αγαθό.
Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι η «Ιδανική πολιτεία» των «ιδεών» του
Πλάτωνα, μπορεί να υπάρξει μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, και ελάχιστη σχέση
έχει με την πραγματικότητα της καθημερινότητας.
Όπως
παρατηρήσαμε παραπάνω η πολιτεία είναι χωρισμένη σε τρεις τάξεις όπως η
ψυχή σε τρία μέρη, και μεταξύ τους υπάρχει μια ηθική αντιστοίχιση. Ο
Πλάτων λοιπόν κατασκευάζει διανοητικά και παρουσιάζει το πλαίσιο μιας
ιδεατής πολιτείας, όπου οι πολίτες κατατάσσονται σε τάξεις, σύμφωνα με
το ποιο από τα τρία μέρη της ψυχής τους είναι κυρίαρχο. Το κυρίαρχο
μέρος των της ψυχής δημιουργών είναι το «επιθυμητικόν», των Φυλάκων το
«θυμοειδές», και των κυβερνητών το «λογιστικόν». Τα κίνητρα δηλαδή που
αποτελούν τον προσανατολισμό του ατόμου είναι το βασικό στοιχείο της
ταξινόμησης τους σε τάξεις. Το μόνο μέσο ταξινόμησης των πολιτών είναι η
παιδεία. Οι πολίτες δεν αποφασίζουν σε ποιες τάξεις θα γίνουν μέλη, ενώ
αφού τοποθετηθούν δεν μπορούν να αλλάξουν. Όταν οι τρεις τάξεις
λειτουργούν ιδανικά και αρμονικά μεταξύ τους και έχουν η κάθε μια τη
δική της αρετή (σοφία, ανδρεία, και σωφροσύνη) τότε στην πολιτεία
επικρατεί δικαιοσύνη. Δηλαδή η κάθε τάξη εκτελεί το έργο της, αφήνοντας
τις άλλες να εκτελέσουν το δικό τους όπως καλύτερα μπορούν.
Ακόμα
βέβαια και σε θεωρητικό επίπεδο η «Ιδανική Πλατωνική πολιτεία» εγείρει
ερωτήματα που είναι μάλλον δύσκολο να απαντηθούν, τουλάχιστον σε ότι
αφορά το θέμα της δικαιοσύνης. Όπως είδαμε, προαπαιτούμενο της
δικαιοσύνης είναι η γνώση όπως αυτή προκύπτει από την επικράτηση του
«λογιστικού» στην ψυχή. Από την άλλη όμως αυτό είναι προτέρημα μόνο της
τάξης των «κυβερνητών», η οποία είναι σαφώς η πιο ολιγομελής. Είναι
δυνατόν λοιπόν να μιλάμε για μια πολιτεία στην οποία επικρατεί
δικαιοσύνη όταν το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών δεν έχουν καν πρόσβαση
νοητικά σε αυτήν;
Αριστοτέλης
Ο
Αριστοτέλης στο 6ο κεφάλαιο του Α΄ βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων
καταπιάνεται με την εσφαλμένη κατ’ αυτόν Πλατωνική ιδέα για το αγαθό.
Βασικό του επιχείρημα είναι ότι η γνώση ενός υπερβατικού αγαθού είναι
άχρηστη στη σφαίρα του πρακτού. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα πεδίο
γενικών αρχών ή εντολών αλλά για τον ίδιο τον προσδιορισμό της
ανθρώπινης πράξης, μέσα σε συνθήκες πάντοτε συγκεκριμένες και ειδικές
όπως είναι η ζωή σε μια δεδομένη κοινότητα.
Η
έννοια της ευδαιμονίας αποτελεί και για τον Αριστοτέλη όπως και για τον
Πλάτωνα τη θεμέλια λίθο της ηθικής. Την προσεγγίζει όμως διαφορετικά και
την συνδέει άρρηκτα με εκείνη του «τέλους του σκοπού». Σύμφωνα με αυτήν
την προσέγγιση κάθε επιμέρους στόχος δεν μπορεί να αποτελεί (γενικά και
αόριστα) αυτούσιος «αγαθό», αλλά ένα ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη
περαιτέρω σκοπών. Έτσι λοιπόν το «τελειότερο τέλος» για τον Αριστοτέλη
και συνεπώς αγαθό είναι το «καθ΄αυτό διωκτόν»: Οι πράξεις δηλαδή που
είναι πλήρης και αποτελούν σκοπό του εαυτού τους, και όχι μέσω για την
επίτευξη κάτι άλλου. Τέτοιο αύταρκες «τέλος» είναι η ευδαιμονία, η οποία
μάλιστα θα πρέπει να αφορά το σύνολο του ανθρώπινου βίου και όχι μια
περίοδο της ζωής του ανθρώπου.
Σε
ότι αφορά την πόλη, η συνάφεια ηθικής και πολιτικής διάστασης είναι
κατά τον Αριστοτέλη αναγκαία. Η πόλη δεν μπορεί να αποτελεί μια απλή
συνύπαρξη με σκοπό τη επιβίωση, αλλά μια τελεολογικά οργανωμένη μορφή
συνύπαρξης που εξασφαλίζει το «ευ ζην». Εξ ου και η περίφημη
Αριστοτελική φράση «Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο». Υπό
αυτό το πρίσμα η τέλεια πόλη θα είναι αυτή που οι ηθικές έννοιες όπως η
δικαιοσύνη ταυτίζονται με τη λειτουργία της, χωρίς τον κίνδυνο
αντίφασης ή ασυμβατότητας. Έτσι λοιπόν καταλήγουμε ότι «οι αρχές της
πολιτικής συνύπαρξης υπόκεινται σε εκείνες της ηθικής».
Ιδιαίτερη
βαρύτητα δίνει ο Αριστοτέλης στη σχέση νομιμότητας – ισότητας σε
συνάρτηση με τη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με την άποψή του, δίκαιος είναι ο
άνθρωπος που σέβεται το νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών, και
αντιστοίχως άδικος είναι ο παραβάτης του νόμου και ο πλεονέκτης .
Δικαιοσύνη λοιπόν είναι η νομιμότητα και η ισότητα («το μεν δίκαιον άρα
το νόμιμον και ίσον»), που απώτερο σκοπό έχει - τι άλλο; - το κοινό
συμφέρον ή αλλιώς τη διαφύλαξη της ευδαιμονίας για το κάθε μέλος της
πολιτικής κοινωνίας. Σε αντίθεση λοιπόν με τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης
θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη των νόμων για την σωστή και δίκαιη
λειτουργία της πόλης. Καθώς μάλιστα θεωρεί ότι οι νόμοι πρέπει να
προστάζουν και να απαγορεύουν με απόλυτο τρόπο, ιδιαίτερη σημασία δίνει
στο σωστό σχεδιασμό τους.
Σύμφωνα
με τον Αριστοτέλη η δικαιοσύνη είναι η μέγιστη αρετή και κλείνει μέσα
της όλες τις αρετές. Αυτό όμως συμβαίνει με την προσθήκη «σε σχέση με
τον άλλο». Αυτός είναι ο λόγος που η δικαιοσύνη θεωρείται η τέλεια
αρετή. Το γεγονός δηλαδή ότι άνθρωπος μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και
στη σχέση του με άλλους ανθρώπους «…η δικαιοσύνη μόνη των αρετών, ότι
προς έτερων έστιν». Όπως παρατηρεί, πολλοί άνθρωποι ενώ μπορούν εύκολα
να κάνουν χρήση της αρετής της δικαιοσύνης για τον εαυτό τους, δεν
μπορούν να κάνουν το ίδιο όταν πρόκειται για τους άλλους. Γι’ αυτό
αλώστε θεωρείται ιδιαίτερα σωστή η φράση «η εξουσία θα δείξει τον
άνθρωπο», διότι ο άρχοντας έχει να κάνει κυρίως με τη «δικαιοσύνη των
άλλων». Κατά τον Αριστοτέλη η δικαιοσύνη δεν είναι μέρος της αρετής αλλά
ολόκληρη η αρετή και αντίστοιχα η αδικία δεν είναι μέρος της κακίας
αλλά ολόκληρη η κακιά. Ο χειρότερος άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την
κακία του σε βάρος του εαυτού του και των φίλων του. Ενώ ο καλύτερος
άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την αρετή του όχι προς όφελος του, αλλά
προς όφελος των συνανθρώπων του, καθώς αυτό είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο
έργο.
Συγκλίσεις και αποκλίσεις
Σε
ότι αφορά στις συγκλίσεις και αποκλίσεις της Πλατωνικής και
Αριστοτελικής θεωρίας περί δικαίου, αυτό που εξάγουμε ως πρώτο
συμπέρασμα είναι ότι οι δυο φιλόσοφοι συμφωνούν διαφωνώντας. Συμφωνούν
ως προς το σκοπό αλλά διαφωνούν με τον τρόπο. Όπως αναλύσαμε παραπάνω, η
δικαιοσύνη κατά τον Πλάτωνα δεν σχετίζεται με την εξωτερική δράση του
ατόμου αλλά με όσα συντελούνται μέσα του ενώ αντίθετα για τον Αριστοτέλη
πρόκειται για τον ίδιο τον προσδιορισμό της ανθρώπινης πράξης, μέσα σε
συνθήκες πάντοτε συγκεκριμένες και ειδικές. Ενώ η κυβέρνηση κατά τον
Πλάτωνα πρέπει να στηρίζεται στη γνώση και μόνο όταν αυτή λείπει πρέπει
να ενεργοποιείται η κυβέρνηση των νόμων, ο Αριστοτέλης δηλώνει ξεκάθαρα
εξ αρχής ότι δίκαιος είναι ο άνθρωπος που σέβεται το νόμο. Και ενώ για
τον Πλάτωνα ο καθένας πρέπει να πράττει «δικαίως τα αυτού», για τον
Αριστοτέλη η ύψιστη έκφραση της δικαιοσύνης «εστί προς έτερον».
Παρατηρούμε
δηλαδή την ανάπτυξη όχι απλώς δυο διαφορετικών θεωριών αλλά την
περιγραφή δυο εντελώς διαφορετικών κόσμων. Από τη μία η ανύπαρκτη
κοινωνία του Πλάτωνα που προσδίδεται σε ένα συγκεκριμένο και εξαιρετικό
είδος ανθρώπων κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η γνώση όπως αυτή
προκύπτει από την επικράτηση του «λογιστικού» στην ψυχή. Από την άλλη η
καθημερινή κοινωνία του Αριστοτέλη ο οποίος κινούμενος μέσα στο
πλαίσιο της πράξης και αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες, θεωρεί αναγκαία την
ύπαρξη σωστά σχεδιασμένων νόμων που πρέπει να προστάζουν και να
απαγορεύουν με απόλυτο τρόπο. Παρόλα αυτά και για τους δυο απώτερος
σκοπός είναι η ευδαιμονία ή το «ευ ζην» όλων των πολιτών. Ο Πλάτων
επισημαίνει ότι «η δικαιοσύνη ως πολιτειακό ευ πράττειν οδηγεί στη
δημόσια ευδεμονίαν, που συνιστά τον σκοπό της ορθής και άριστης
πολιτείας». Αντίστοιχα και ο Αριστοτέλης μιλώντας για τις σχέσεις
δικαίου μεταξύ των πολιτών χαρακτηριστικά αναφέρει: «Τελικός λοιπόν
σκοπός της πόλης είναι το ευ ζην, και όλα αυτά υπάρχουν για να
υπηρετήσουν τον τελικό σκοπό».
Συμπεράσματα
Στην
εργασία αυτή επιχείρησα να παρουσιάσω και να αναλύσω την Αριστοτελική
και την Πλατωνική άποψη για την δικαιοσύνη, καθώς και τις μεταξύ τους
συγκλίσεις και αποκλίσεις όπως παρουσιάζονται μέσα από συγκεκριμένα
έργα των δυο σπουδαίων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Ως γενικό συμπέρασμα
θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει το ζήτημα της
δικαιοσύνης σε θεωρητικό κυρίως επίπεδο κάτω από μια γενική προσέγγιση
στο πλαίσιο της πολιτειακής ενότητας. Αντίθετα ο Αριστοτέλης το θέτει το
θέμα στο πρακτικό του επίπεδο, το προσεγγίζει ανάλογα με τα διαφορετικά
συμφέροντα και τους ποικίλους περιορισμούς του κάθε ατόμου, και
ταυτίζει το δίκαιο με το νόμο. Και οι δυο πάντως συμφωνούν με τον τελικό
σκοπό της δημόσιας και καθολικής ευδαιμονίας.
Σε
ότι αφορά στο αν και πως θα μπορούσαν οι απόψεις αυτές να επηρεάσουν
συλλογικά ή ατομικά τη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου πάνω στο ζήτημα της
δικαιοσύνης, θεωρώ ότι το εγχείρημα είναι μάλλον δύσκολο. Οι λόγοι που
το καθιστούν δύσκολο είναι αρκετοί και διαφορετικής υφής και
κατεύθυνσης. Για παράδειγμα ο Πλατωνικός διαχωρισμός των ανθρώπων ανά
επάγγελμα ή ιδιότητα από το κράτος, η έλλειψη παραδοσιακών οικογενειακών
δομών και η ύπαρξη κρατικής ανατροφής και εκπαίδευσης χρησιμοποιήθηκαν
για την περιγραφή ολοκληρωτικών καθεστώτων σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά με
σημαντικές αδυναμίες στη πρακτική τους εφαρμογή. Επίσης η ανεξίτηλη
σφραγίδα που έχει αφήσει ο χριστιανισμός στον πολιτισμό της Δύσης, έχει
σαν αποτέλεσμα να μην μπορούμε εύκολα να ακούσουμε τη λέξη «ηθική» χωρίς
αυτό να μεταφράζεται αυτομάτως στο νου μας σε μια σειρά συγκεκριμένων
και ειδικών εντολών. Και βεβαίως το γεγονός ότι τα σημερινά
κοινωνικοοικονομικά δεδομένα οδηγούν σε αύξηση του χρόνου εργασίας και
περιορισμό του ελεύθερου χρόνου, με αποτέλεσμα η λέξη «ευδαιμονία» να
αποκτά πλέον μια διαστροφική οικονομική υπόσταση. Θεωρώ λοιπόν δύσκολο
οι στοχασμοί του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη να μπορέσουν να
γονιμοποιήσουν τη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου πάνω στο ζήτημα της
δικαιοσύνης, από τη στιγμή που λέξεις και έννοιες όπως «ηθική» και
«ευδαιμονία» έχουν υποστεί τόσο σημαντικές αλλοιώσεις σε σχέση με την
πρωταρχική τους σημασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια (μετάφραση Δ.Λυπουρλής), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.
Αριστοτέλης, Πολιτικά (μετάφραση Π. Τζιώκα-Ευαγγέλου), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.
Μανιάτης Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Σύντομη Εισαγωγη στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Πλάτων, Πολιτεία (μετάφραση Νικόλαος Μ. Σκουτερόπουλος), Πόλις, Αθήνα 2002.
«Παράλληλα Κείμενα», Η Ελληνική φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμος Α, ΕΛΠ 22, ΕΑΠ, Πάτρα 2002.