Η μεσαιωνική και η νεώτερη διαμάχη μεταξύ ρεαλισμού και νομιναλισμού.

Το περιεχόμενο που λαμβάνει η νομιναλιστική θεωρία για τις γενικές (ή καθολικές) έννοιες τόσο στη σκέψη του Όκκαμ κατά το μεσαίωνα, όσο και σε αυτήν του Λοκ  κατά τη νεότερη εποχή. Τα γενικά χαρακτηριστικά της διαμάχης περί των καθολικών εννοιών στον Μεσαίωνα, και η αντιπαράθεση στη σκέψη του Όκκαμ με αυτήν του Λοκ. Ο στόχος της κριτικής του ρεαλισμού, τόσο από τον μεσαιωνικό όσο και από τον μοντέρνο νομιναλισμό, και οι συνέπειες της νομιναλιστικής προσέγγισης στην επιστημονική γνώση.


 «Αν δεν αποδεχθούμε ότι τα «καθόλου» είναι κάτι τι εντελώς εξω από ένα ατομικό πράγμα, τότε θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ότι είναι εντός του, δηλαδή ότι αποτελούν μέρος της ουσίας του ατομικού αυτού πράγματος – συνεπώς κάθε ατομικό πράγμα θα αποτελεί στην ουσία του μια σύνθεση από διάφορα «καθόλου», κάτι που όμως καταλήγει το ατομικό να είναι κάτι «καθόλου». Επιπλεόν δε, θα συνεπαγόταν ότι μέρος της ουσίας του Χριστού θα ήταν άθλιο και καταραμένο, αφού ο Χριστός (ως άτομο) θα μοιραζόταν μια κοινή φύση [natura communis] ωρισμένα «καθόλου» από κοινού με τον Ιούδα (άλλο άτομο) που είναι όντως καταραμένος και άθλιος – έτσι τα «καθόλου» αυτά θα ενυπήρχαν πραγματικά [realiter] και στον Χριστό και στον Ιούδα – κάτι που καταρρίπτει την λογική»
Occam Summa totius logicae I

Ελεύθερη μετάφραση Β Χ Καλδής

Όπως προκύπτει από την θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα, στον πυρήνα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης βρίσκεται η έννοια της ουσίας, που αντιστοιχεί  είτε σε μια πραγματική, αντικειμενική γενική οντότητα (τα «είδη») που παράγει τα ατομικά πράγματα (όπως η  Πλατωνική Ιδέα), είτε, αντίθετα, στα αντικειμενικά ατομικά πράγματα και όχι στα είδη (όπως οι κοινές ουσίες στα καθέκαστα του Αριστοτέλη).  Κατά τον Πλάτωνα προτάσσεται η αντικειμενική, οντολογική πραγματικότητα της ουσίας που επιτρέπει την ύπαρξη καθολικών εννοιών: τα λεγόμενα «καθόλου», ή έννοιες γένους ή universalia. Η θέση ότι αυτά τα «καθόλου» είναι όντως πραγματικά (real), και όχι επινόημα νοητικό ή μόνον λέξεις, συνιστά το φιλοσοφικό ρεύμα του ρεαλισμού – π.χ. «ανθρωπότητα», «ακεραιότητα», «βιαιότητα», «ενεργητικότητα», «θερμότητα», «σκοπιμότητα», «πολλαπλότητα» κλπ.
 

Στον Μεσαίωνα, αναπτύχθηκε μια σοβαρή αμφισβήτηση της οντολογικής υπόστασης των καθολικών εννοιών συγκροτώντας το αντίθετο ρεύμα του νομιναλισμού (ονοματοκρατίας) με βασικό εκφραστή τον William of Occam (Γουλιέλμο Όκκαμ). Κατ’ αυτόν τα «καθόλου» αποτελούν απλώς και μόνον ονόματα που σχηματίζει ο νους, δηλαδή, «συμβατικά σημεία» των λέξεων που χρησιμοποιούμε για να ομαδοποιούμε ατομικά πράγματα (π.χ. «κίνηση» αντί «τάδε και τάδε, καθέκαστα, κινούμενα αντικείμενα») – τα «καθόλου» δεν αναφέρονται σε αυτόνομα υπαρκτές πραγματικές οντότητες («κίνηση» ως δήθεν αυτή καθ’ αυτή γενική οντότητα) που ο ρεαλισμός θεωρεί οτι ενυπάρχουν σε κάθε ατομικό αντικείμενο – βλ. παράθεμα ανωτέρω. 

Η μεσαιωνική διαμάχη μεταξύ ρεαλισμού και νομιναλισμού συνεχίστηκε και εξελίχτηκε στην νεωτερική εποχή με αρχικό εκφραστή του νομιναλισμού τον εμπειριστή φιλόσοφο John Locke (Τζον Λοκ). Κατά τον Locke, η γνώση της πραγματικής ουσίας των πραγμάτων είναι ένα άγνωστο και απρόσιτο συμβατικά αντιληπτό ώς “υπόστρωμα”, ενώ αυτό που εμείς ονομάζουμε ‘ουσία’ δεν αποτελεί παρά συνένωση απλών ιδεών του νου. Οι γενικές αφηρημένες έννοιες οι οποίες δεν έχουν πραγματική ύπαρξη, δημιουργούνται μέσω της παρατήρησης κοινών χαρακτηριστικών που μοιράζονται διάφορα καθέκαστα επιμέρους και υποδηλώνονται από μια γενική λέξη (π.χ. άνθρωπος).
 

1. Οι μεσαιωνικές διαμάχες περί των  «καθόλου». Νομιναλισμός και Ρεαλισμός

Η διαμάχη που λαμβάνει χώρα κατά το μεσαίωνα σχετικά με τις καθολικές έννοιες, έχει να κάνει κυρίως με την  κριτική που ασκεί ο Ουίλλιαμ Όκκκαμ, στο ρεαλισμό (πραγματοκρατία) της εποχής. Ειδικότερα, η θεωρία του Όκκαμ αντιπαρατίθεται σε αυτές του Ιωάννη Ντανς Σκώτου και του Θωμά Ακινάτη, με τους οποίους,  αν και έχει πολλά κοινά, διαφέρει σε βασικά σημεία.
 

Ποιο συγκεκριμένα, ο Ακινάτης, ανάγει τις ομοιότητες των πραγμάτων μεταξύ τους στο θεό, και τον τρόπο που αυτός τα δημιούργησε, ενώ ο Όκκαμ δεν πίστευε ότι υπάρχουν στο θεό τέτοιες ιδέες. Ο Ιωάννης Ντανς Σκώτος και ο Θωμάς Ακινάτης υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τρεις οντολογικές κατηγορίες: Το αντικείμενο, η εξατομίκευση του, και η κατηγοριοποίηση του (ως «καθόλου»). Για τον Όκκαμ υπάρχει μόνο μια κατηγορία, αυτή των υπαρκτών και άμεσα αντιληπτών όντων. Για τον Θωμά και τον Ιωάννη, οι καθολικές έννοιες είναι πραγματικές, ενώ για  τον Όκκαμ, δεν υπάρχουν. Πρόκειται για απλές λέξεις, με τις οποίες σχηματίζουμε τις ταξινομήσεις εκείνες που μας χρειάζονται. Άρα τα «καθόλου» είναι στην ουσία απλώς nomina (ονόματα), εξού και ο όρος νομιναλισμός (ονοματοκρατία).

2. Ο Ουίλλιαμ Όκκκαμ και το ξυράφι του.

O Ουίλλιαμ Όκκκαμ μέσω του νομιναλισμού «προσπαθεί να αναζωογονήσει τη χαμένη εμπειρική αιχμή του αριστοτελισμού».  Υποστηρίζει  ότι πρέπει να προτιμάτε η πλέον απλή και ευθεία εξήγηση ενός φαινόμενου (ξυράφι του Όκκαμ), και θεωρεί ότι η επιστημονική αλήθεια βρίσκεται στη μελέτη της φύσης και όχι στα δόγματα.

Κατά τον Όκκαμ πρέπει να διαχωρίσουμε την προφορική και τη γραπτή λέξη, από την έννοια την οποία σηματοδοτούν. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο κάθε άνθρωπος στο πλαίσιο μιας γλώσσας (και δεν είναι δυνατή η κατανόησή τους από κάποιον που δεν γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο), είναι το συμβατικό σήμα. Η έννοια όμως, που αυτές οι λέξεις σηματοδοτούν είναι κοινή ανεξάρτητα από γλώσσα ή διάλεκτο. Τις έννοιες αυτές ο Όκκαμ ονομάζει φυσικό σήμα. Οι λογικοί όροι όπως τα «καθόλου» ανήκουν στις συμβατικές μορφές έκφρασης. Άρα, οι  καθολικές (γενικές) έννοιες, δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν στην πραγματικότητα, καθώς η ύπαρξη είναι συμβατική και εξαρτάται  από το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν.


Σε ότι αφορά στη επιστήμη, ο Όκκαμ την διαχωρίζει σε πραγματική και λογική. Η πρώτη ασχολείται, με τα πράγματα που υπάρχουν στην πραγματικότητα και τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, ενώ η δεύτερη με τους όρους που δεν αναφέρονται σε υπαρκτά πράγματα δηλαδή τις καθολικές έννοιες. Ο σωστός επιστήμονας κατά τον Όκκαμ, δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ τη διάκριση αυτή. Η επιστήμη πρέπει να έχει σημείο εκκίνησης το πραγματικό – εξατομικευμένο, και ως συμπέρασμα το μη πραγματικό - καθολικό.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τομέας των δημοσκοπήσεων της στατιστικής επιστήμης, που ο Α, Β, Γ, (κ.ο.κ.) πραγματικός άνθρωπος ερωτάτε, για να καταλήξουμε στην άποψη του περίφημου (και ανύπαρκτου στην πραγματικότητα) «μέσου ανθρώπου»  που τελικά μας ενδιαφέρει. Η απόδειξη δηλαδή, είναι ουσιαστικά απόδειξη των ιδιοτήτων ή των χαρακτηριστικών ενός υποκειμένου και όχι της ύπαρξης του ίδιου του υποκειμένου. Αυτή είναι η διατύπωση της θέσης που ο Όκκαμ ονομάζει αποδεικτική γνώση.

Όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, ο Όκκαμ ανέπτυξε μια ακραία, για την εποχή της, λογική των όρων με στόχο το ρεαλισμό, και ειδικά, το σκωτικό ρεαλισμό, απορρίπτοντας ασυζητητί την ύπαρξη των πραγματικών «καθόλου» είτε στην εκδοχή του Ιωάννη Ντανς Σκώτου, είτε σε οποιαδήποτε άλλη. H καθολικότητα υπάρχει μόνο στην ψυχή, και μόνο στο επίπεδο της γλώσσας, καθώς το «καθολικό – πραγματικό» δεν δόθηκε ποτέ μέσα από την εμπειρία. Το να υποστηρίζει κάποιος ότι οι καθολικές έννοιες υπάρχουν, αποτελεί  (σύμφωνα πάντα με την οκαμμική λογική) ουσιαστικά αντίφαση. Από τη στιγμή που μια καθολική έννοια υπάρχει, μετατρέπεται ταυτόχρονα σε συγκεκριμένο ον, εξαρτώμενο απόλυτα από το δρων υποκείμενο που το αντιλαμβάνεται, πράγμα που στην ουσία καταργεί την καθολικότητά του.

2. Η άγραφη πλάκα (tabula rasa) του Τζον Λοκ.

Αν κατά την περίοδο του μεσαίωνα ο Ουίλλιαμ Όκκκαμ αποτέλεσε την κυρία μορφή έκφρασης του νομιναλισμού,  κατά την εποχή του διαφωτισμού ο ρόλος αυτός δικαιωματικά ανήκει στον Τζον Λοκ. Ο Λοκ κινείται κυρίως κατά των σύγχρονων του σχολαστικών που ισχυρίζονται ότι όλη η γνώση πηγάζει επαγωγικά από αυταπόδεικτες αλήθειες. Επίσης αντιμάχεται κάθε Θεωρία έμφυτων ιδεών όπως η έμφυτη ιδέα του θεού και του νου/ψυχής του Γάλλου φιλόσοφου Καρτέσιου (Ντεκάρτ) που αποτελεί προφανή αντίπαλό του. Ο Λοκ παρομοιάζει την ψυχή του ανθρώπου με μια άγραφη πλάκα (tabula rasa), και υποστηρίζει ότι η γνώση είναι απολύτως επίκτητη μέσω της εμπειρίας, με τρεις μονό εξαιρέσεις: Την ενορατική βεβαιότητα μας για την ύπαρξη του νου μας, την επαγωγική γνώση της ύπαρξης του Θεού, και την αισθητήρια γνώση της ύπαρξης αντικειμένων έξω από εμάς.

Όταν οι σύγχρονοι του σχολαστικοί του Λοκ, αναφέρονται στην πραγματική ουσία εννοούν μια μεταφυσική οντότητα, μακριά από κάθε είδους υλικό προσδιορισμό ή ποιότητα. Για τον Λοκ η συγκεκριμένη θεωρία γνώσης των αληθινών ουσιών (υποστάσεων), δεν εμπλουτίζει σε τίποτα την ανθρώπινη γνώση. Αυτό που επιδιώκει  είναι η ανάλυση των δραστηριοτήτων της ανθρώπινης νόησης και όχι η σύλληψη της ουσίας και των αιτιών της ύπαρξης. Στόχος του είναι να καταγράψει τη φυσική ιστορία του νου: Να περιγράψει δηλαδή τις απαρχές, την ανάπτυξη, και τον τρόπο λειτουργίας του. Ο νους κατά τον Λοκ, όχι μόνο δεν είναι αποκομμένος από το σώμα, αλλά η λειτουργία του είναι ακριβώς η επεξεργασία των υλικών που του παρέχουν οι αισθήσεις.

Ο Λοκ  συμφωνεί με τον Όκκαμ και ακολουθεί τη μέθοδό του σε ότι αφορά στο σχηματισμό γενικών εννοιών μέσω των σημείων της γλώσσας δηλαδή των λέξεων. Σε αντίθεση όμως με τον Όκκαμ που υποστηρίζει ότι οι λέξεις δηλώνουν άμεσα τα πράγματα ο Λοκ, ισχυρίζεται ότι οι λέξεις εκφράζουν ιδέες (δεν πρέπει να συγχέονται με τις πλατωνικές ιδέες ή είδη) που βρίσκονται στο νου του ανθρώπου. Μέσω των αισθήσεων, αποκτούμε τις ιδέες που αντιστοιχούν στα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου. Η ιδέα δηλαδή, είναι το ομοίωμα ενός αντικειμένου που σχηματίζεται στο πνεύμα ή τη συνείδησή μας. Οι ιδέες αυτές περιγράφονται με λέξεις, ώστε να μπορούμε να τις αποθηκεύουμε στο νου μας, ή να τις μεταδίδουμε σε άλλους ανθρώπους. Οι συγκεκριμένες λέξεις είναι απλές συμβάσεις για τη διευκόλυνση μας και δεν σχετίζονται με την ουσία των πραγμάτων. Ο Λοκ διαχωρίζει τις ιδέες σε απλές και συνθέτες. Απλές είναι οι ιδέες που προκύπτουν άμεσα από την εμπειρία, εξαντλούνται στα δεδομένα των αισθήσεων  και δεν επιδέχονται περαιτέρω ανάλυση. Συνδυάζοντας τις απλές ιδέες φτιάχνουμε τις σύνθετες, πράγμα που σημαίνει ότι στην ουσία και οι συνθέτες ιδέες πηγάζουν από την εμπειρία. Ο Λοκ όπως και ο Όκκαμ, διδάσκει ότι εκτός από την ενορατική γνώση και τη γνώση πού δίνεται διαμέσου των αισθήσεων υπάρχει και ή καταδεκτική γνώση, ή οποία δεν αναφέρεται στη σχέση των ιδεών προς τον εξωτερικό κόσμο, άλλα στην αμοιβαία σχέση της μιας ιδέας με την άλλη.

Σε ότι αφορά στο σχηματισμό των αφηρημένων γενικών ιδεών ή «καθόλου», ο Λοκ, προσπερνάει τη μεσαιωνική προσέγγιση (αναγνωρίζουμε κάποιον ως βλάκα, επειδή ταιριάζει με την αφηρημένη έννοια της βλακείας που έχει προσχηματιστεί στο νου μας),  και δίνει τρεις δικές του αλληλοαναιρούμενες εκδοχές: «α) Η ιδέα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου γίνεται αφηρημένη γενική ιδέα με το να λειτουργεί ως αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων των αντικειμένων της ομάδας ή του είδους, β) η γενική αφηρημένη ιδέα σχηματίζεται παραμερίζοντας τις ιδέες όλων των επιμέρους χαρακτηριστικών των αντικειμένων της ομάδας που τα διαφοροποιούν και γ) σχηματίζεται αναμιγνύοντας κάπως συγκεχυμένα όλες τις ιδιότητες των επιμέρους αντικειμένων της ομάδας». 


Παρά την εμπειριστική του προσέγγιση, ο Λοκ δεν προκρίνει πάντα την άποψη ότι το σύνολο της γνώσης μέσω της εμπειρίας αποτελεί και βέβαιη γνώση. Έτσι υιοθετεί τη διάκριση πρωτευουσών-δευτερευουσών ιδιοτήτων (ποιοτήτων). Πρωτεύουσες είναι οι ποιότητες όταν ένα πράγμα δεν μπορεί νοηθεί χωρίς αυτές (π.χ. έκταση, σχήμα).  Οι Δευτερεύουσες ποιότητες δεν υπάρχουν στα πράγματα,  αλλά προκύπτουν από τις προδιαθέσεις των πρωτευουσών ποιοτήτων. Η αισθητηριακή αντίληψη αποτελεί εμφανές παράδειγμα: Καθώς οι αισθήσεις διαμορφώνουν το νου μέσω των ιδεών, και λαμβάνοντας υπόψη  αντικειμενικά προβλήματα (π.χ. τις εξελίξεις στο χώρο της οπτικής) δεν μπορούμε να εκφράσουμε τη βεβαιότητα ότι το «έξω» (πραγματικός κόσμος) μεταφέρεται μέσω των αισθήσεων και  των ιδεών που παράγουν, στο «μέσα» (νους) έτσι όπως πραγματικά είναι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η  γνώση είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη, ελλιπής και αποσπασματική.

Συμπεράσματα

Η αρχή της οικονομίας ή «ξυράφι του Όκκαμ», η ελαχιστοποίηση δηλαδή των οντολογικών απαιτήσεων μιας επιστημονικής ή φιλοσοφικής θεωρίας, ως φιλοσοφική αρχή, έχει σημαντική επίδραση στη σύγχρονη φιλοσοφία αλλά και στην ανάπτυξη της φυσικής και των άλλων επιστημών. Ο εμπειρισμός αλλά και ο αγνωστικισμός του είναι παντού εμφανής. Αν λάβουμε δε υπόψη μας το γεγονός ότι ο Όκκαμ δραστηριοποιήθηκε κατά την εποχή του μεσαίωνα (σκοταδισμός, προλήψεις, ιερά εξέταση), δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία στις πρωτοποριακές και ρηξικέλευθες απόψεις του.

Η αξία του Λοκ δεν έχει να κάνει τόσο με τις απαντήσεις που έδωσε, όσο με τα ερωτήματα που έθεσε, τα οποία δημιούργησαν το σύγχρονο εμπειρισμό. H απλή, απέριττη, διαυγής και ευκολονόητη σκέψη του, τον έκαναν έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους και με τη μεγαλύτερη επιρροή συγγράφεις στην ιστορία τής φιλοσοφίας. Η θεωρία του (tabula rasa) θα μπορούσε ιστορικά να θεωρηθεί, το πιο επαναστατικό χτύπημα του εμπειρισμού κατά της μεταφυσικής. Η μεταστροφή από τη μελέτη της φύσης του νου στις λειτουργίες του που επιχείρησε, βρήκε πολλούς σπουδαίους συνεχιστές όπως οι Κοντιγιάκ, Χιουμ, και Φέργκιουσον. Ο Λοκ μετατρέποντας το φιλόσοφο σε φυσικό επιστήμονα, θέτει τις ουσιαστικές βάσεις του μετέπειτα πλήρους διαχωρισμού φιλοσοφίας -  επιστήμης. Μάλιστα μια πρώτη νύξη στο θέμα είχε γίνει από τον Όκκαμ με το διαχωρισμό της επιστήμης σε πραγματική και λογική (βλ. παραπάνω).

Με την άποψη του ότι οι λέξεις αντιπροσωπεύουν ιδέες στο νου, και οι γενικές λέξεις (όροι) αντιστοιχούν σε γενικές αφηρημένες έννοιες, διαπιστώνουμε ότι ο Λοκ αποφεύγει (όπως και ο Όκκαμ) τον ακραίο νομιναλισμό, υιοθετώντας μια πιο ήπια μορφή του. Μέσα από τον κοινό ήπιο νομιναλισμό που τους χαρακτηρίζει και παρά τις επιμέρους αντιθέσεις τους, οι δυο φιλόσοφοι φαίνεται να έχουν ένα κοινό στόχο: Να δώσουν μέσω του εμπειρισμού την πρωτοκαθεδρία στην ατομική κρίση απέναντι στην αυθεντία και το δόγμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασόπουλος, n Κ. , Η φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο έως τον 16ο Αιώνα, Τόμος Α’, Β’ Έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα 2008

Βαλλιάνος, Π. , Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη. Τόμος Β. Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού, Β’ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα 2008

Κρουστάλλης, Β., «Locke – Berkeley: γνωσιοθεωρία και μεταφυσική»,στο Β Χ Καλδής, Κείμενα Νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Μολυβάς, Γ. , Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Β', ΕΑΠ, Πάτρα 2004.

Alesio, Franco, Ιστορία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Α. Μασσάρη, Γ. Καρούζος, Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα 2007.

Spade, Paul Vincent, «Μεσαιωνική Φιλοσοφία» & Kenny, Anthony, «Από τον Ντεκάρτ στον Καντ» στο Α. Kenny, (επιμ.), Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, Νεφέλη, Αθήνα 2006.

Windelband, W. - Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τόμος Β' (μτφ. Ν. Σκουτερόπουλος), Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2003.