Νεότερη ευρωπαϊκή δραματουργία: Σαίξπηρ και γαλλικός κλασικισμός

Η νεώτερη ευρωπαϊκή δραματουργία, και το πώς αυτή εκφράζεται μέσα από το Σαίξπηρ, και το γαλλικό κλασικισμό, και πιο συγκεκριμένα από τα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, και τον Πρόλογο του Ρακίνα στο έργο Φαίδρα. Τα βασικά στοιχεία της νεότερης ευρωπαϊκής δραματουργίας κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και οι λόγοι που ευνόησαν την ανάπτυξή της. Τα κύρια χαρακτηριστικά του τραγικού σαιξπηρικού ήρωα, και η σχέση του με τον ήρωα του γαλλικού κλασικιστικού θεάτρου. Οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται το τραγικό στοιχείο στις δύο περιπτώσεις.


16ος και 17ος αιώνας: Η εποχή της αναπαράστασης.

Αν θα επιχειρούσαμε να δώσουμε ένα ιστοριογραφικό τίτλο στον 16ο και 17ο  θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν: Η εποχή της αναπαράστασης.  Και φυσικά το θέατρο δεν είναι άλλο παρά η αναπαράσταση στο έπακρο. Πράγματι συγκεκριμένη χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από την άνθηση και την εξάπλωση του θεάτρου. Αυτό συμβαίνει, τόσο στην ανάπτυξη του ως θέαμα, όσο και στην ανάπτυξη της δραματουργίας ως λογοτεχνικό είδος, των κειμένων δηλαδή που προέρχονται ή προορίζονται για θεατρική χρήση. Τα κείμενα κατά κανόνα είναι έμμετρα γι' αυτό και η δραματουργία θεωρείται ποιητική τέχνη, αν και συχνά χρησιμοποιείται ο πεζός λόγος σε εναλλαγή με τον έμμετρο ακόμα και μέσα στο ίδιο κείμενο.

Κατά  τα πρώτα χρόνια της εποχής που μελετάμε συνεχίζουν να υφίστανται οι δυο διακριτές θεατρικές παραδώσεις που συναντήσαμε στην περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης, και που ελάχιστη σχέση ή σύνδεση είχαν μεταξύ τους. Από τη μια το λόγιο θέατρο  όπου κυριαρχεί η λατινική γλώσσα και οι ήρωες της κλασσικής μυθολογίας, και από τη άλλη το λαϊκό θέατρο στο  οποίο κυριαρχεί η φάρσα, το έντονο δραματικό στοιχείο, και η αλληγορική ηθολογία. Η υπέρβαση της παραπάνω διχοτόμησης συμβαίνει στα μέσα του 16ου  περίοδο κατά την οποία εμφανίζονται τα πρώτα σημαντικά δείγματα της νεότερης δραματουργίας σε εθνικές γλώσσες. Το σημαντικό αυτό -για την εξέλιξη και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας- φαινόμενο, χωρίζεται σε δυο περιόδους. Κατά την πρώτη περίοδο που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, έχουμε την εμφάνιση της ιταλικής «κομέντια ντελ άρτε», και του αγγλικού θεάτρου της ελισαβετιανής εποχής. Στη δεύτερη περίοδο που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, τοποθετείται το θέατρο του ισπανικού μπαρόκ και του γαλλικού κλασικισμού.

Η κομέντια ντελ άρτε που αποτελεί την πρώτη μορφή του νεότερου ευρωπαϊκού θεάτρου, χαρακτηρίζεται από το λαϊκό χαρακτήρα του θεάματος, τον άφθονο αυτοσχεδιασμό, και την απόλυτη προτεραιότητα στη μιμητική έκφραση. Στο ελισαβετιανό θέατρο, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί το δράμα που αποκαλούμε «τραγωδία αντεκδίκησης», που διακρίνεται για τις ιδιαίτερα βίαιες σκηνές αναπαράστασης. Στο Γαλλικό κλασικισμό από την άλλη επικρατεί η ιδέα της  αριστοκρατικής τιμής, με έμφαση  στο θέμα του ερωτικού πάθους. Ανάμεσα στις καινοτομίες που παρουσιάζει η νεότερη δραματουργία ξεχωρίζουν οι καταστάσεις ή χαρακτήρες που απέχουν από το τραγικό ύψος ή και την υψηλή κοινωνική θέση, καθώς και μια νέα τάση: να εμφανίζονται μέσα στο θεατρικό έργο, θεατρικού τύπου δραστηριότητες, το λεγόμενο «θέατρο εν θεάτρω». Η τάση αυτή που εμφανίζεται και σε έργα του Σαίξπηρ, αργότερα επεκτείνεται και γίνεται γνώρισμα της δραματουργίας του μπαρόκ.

Στους λογούς που ευνόησαν την ανάπτυξη της νεότερης δραματουργίας  μπορούμε να αναφέρουμε τους εξής: (α) τη χρήση των εθνικών γλωσσών από το θέατρο,  που αποτελούν  πλέον τον καθημερινό τρόπο επικοινωνίας της πλειοψηφίας των κατοίκων της Ευρώπης (β) την εκμετάλλευση από τα νέα κέντρα εξουσίας της δύναμης του θεάτρου ως μέσο διαπαιδαγώγησης, δύναμη που είναι γνωστή ήδη από την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα (γ) την εμφάνιση κατά την περίοδο αυτή σημαντικών θεατρικών έργων και δημιουργών, με προεξέχουσα ασφαλώς τη φυσιογνωμία του Σαίξπηρ των 35 θεατρικών έργων και των 30.000 λέξεων.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του τραγικού σαιξπηρικού ήρωα.

Το έργο του Σαίξπηρ χαρακτηρίζεται εκτός από θεματικό και γλωσσικό εύρος και με μια νέα ρεαλιστική λογοτεχνική ματιά. Παρατηρούμε μια πλήρη αντισυμβατικότητα με τα μέχρι τότε δεδομένα,  όπως η κλασικιστική αρχή της ενότητας, και η αρχή του διαχωρισμού των ειδών. Το ίδιο συμβαίνει  με τα χαρακτηριστικά του σαιξπηρικού ήρωα, που αν και πάντα βασιλιάς, πρίγκιπας ή αριστοκράτης, η αριστοκρατική συμπεριφορά και ο ενάρετος χαρακτήρας δεν ισχύουν.

Πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση του Άμλετ, ο χαρακτήρας του πλάθεται μέσα από τις αλλαγές  των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών, ενώ ο λόγος του είναι πολύ συχνά καθημερινός ή και αγοραίος: «Α τι Γάιδαρος είμαι […] σαν πόρνη να αλαφρώνω την καρδιά με λόγια».  Η ποικιλομορφία και αντιφατικότητα στη συμπεριφορά και τα λεγόμενα του (κυρίως μέσα από τους μονόλογους του), τον κάνουν ιδιαίτερα «δυσανάγνωστο».  Είναι δύσκολο να καταλάβουμε ακόμα και  πότε ο ήρωας προσποιείται παραφροσύνη (μέρος του σχεδίου που ακολουθεί), και πότε οι άναρχες σκέψεις του είναι πραγματικές. Μέχρι και οι ειδικοί διαφωνούν στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του, χαρακτηρίζοντας την αναποφασιστικότητα του άλλοτε εσωτερική αδυναμία, αβουλία και έλλειψη σθένους μιας ιδιαίτερα εσωστρεφούς ψυχοσύνθεσης (Γκαίτε), και άλλοτε εσωτερική δύναμη που πηγάζει από μια διαυγή επίγνωση των πραγμάτων και των συνεπειών (Άουερμπαχ). Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση  του σπουδαίου νομπελίστα ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Τ. Σ. Έλιοτ, που μοιάζει να διαφωνεί με τον ίδιο του τον εαυτό,  χαρακτηρίζοντας  τον Άμλετ από τη μία «Μόνα Λίζα της λογοτεχνίας» και από την άλλη «εν πολλοίς αποτυχημένο θεατρικό έργο».
 
Το πρωτότυπο κείμενο από τον περίφημο μονόλογο "Να ζει κανείς ή να μη ζει;"
Αυτός είναι ο Άμλετ o πρίγκιπας της Δανίας (όπως ο ίδιος εμφατικά αυτοσυστήνεται): «ο διανοούμενος των διανοουμένων, η ευγένεια και ο όλεθρος της δυτικής συνείδησης». Ο ήρωας που λατρεύει να ακούει τον εαυτό του να μιλάει, και που απευθύνεται κυρίως σε αυτόν παρά στους άλλους ή σε εμάς. Ειρωνικός ακόμα και στις πιο τραγικές του στιγμές, κάποιες φορές δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει να μας μπερδέψει, και στην συνεχεία γελάει ειρωνικά στη γωνία, ακριβώς γιατί δεν τον καταλάβαμε.

H σχέση του σαιξπηρικού ήρωα με τον ήρωα του γαλλικού κλασικιστικού θεάτρου, και η έκφραση στης τραγικότητας στις δυο περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του γαλλικού κλασικισμού, η λογοτεχνία πρέπει να μιμείται την ανθρώπινη φύση (με βάση τα αριστοτελικά πρότυπα), ενσαρκωμένη από τον «honnete home». Σε αντίθεση με το Σαιξπηρικό «ανθρώπινο κουβάρι συναισθημάτων», ο ήρωας του Ρακίνα χαρακτηρίζεται από «ορθοφροσύνη», «σωφροσύνη», και «κοσμιότητα», προτερήματα που ο Αριστοτέλης απαιτεί για τον ήρωα της τραγωδίας, και απαραίτητα συστατικά για το αιτούμενο της αρμονίας και της τάξης των πραγμάτων του κόσμου. Και ενώ ο ήρωας του Σαίξπηρ προβάλλει με πάθος τις αντιφάσεις και τις μεταπτώσεις των στοχασμών του, και χαρακτηρίζεται από αδυναμία, φιλοδοξία και κακία, ο Ρακίνας φτάνει σε σημείο ακόμα και να επέμβει στο αρχαίο κείμενο όταν τα χαρακτηριστικά του ήρωα δεν του φαίνονται και τόσο ενάρετα: «…Φρόντισα ακόμη να την παρουσιάσω λιγότερο αποκρουστική απ’ ότι στις τραγωδίες των αρχαίων […] Θεώρησα ότι η συκοφαντία είχε κάτι το υπερβολικά ταπεινό και το υπερβολικά βδελυρό για να το βάλω στο στόμα μιας πριγκίπισσας.»

Σε ότι αφορά την αντίληψη του τραγικού στα  υπό εξέταση κείμενα, είναι σαφές ότι ο Ρακίνας  αναζητά και εδώ, στα αριστοτελικά πρότυπα τον προορισμό της τραγωδίας.   Όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει: «Τα παραμικρά λάθη τιμωρούνται αυστηρά. Και μόνο η σκέψη του εγκλήματος αντιμετωπίζεται με όση φρίκη και το ίδιο το έγκλημα. Οι ερωτικές αδυναμίες θεωρούνται αδυναμίες πραγματικές. Τα πάθη δεν παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μας παρά μόνο για να φανερώσουν όλη τη σύγχυση που τα ίδια προξενούν». Από την άλλη η προσωπικότητα του Άμλετ, θεωρείται υπόδειγμα της σαιξπηρικής αντίληψης του τραγικού. Πρόκειται για έναν ήρωα που αποτελεί «σύμβολο άλλοτε μιας μοιραίας απόστασης μεταξύ σκέψης και πράξης, και άλλοτε μιας περίτεχνης αμφισβήτησης αξιών και εξουσιών.» Το φιλοσοφείν του Άμλετ  (συχνά σε ύφος κωμωδίας), λαμβάνει προσωπικό χαρακτήρα. Αναπτύσσεται από την παρούσα κατάσταση που βιώνει ο ίδιος, και απέχει πολύ από το φιλοσοφείν στη αρχαία τραγωδία των γενικευμένων αποφθεγμάτων, που ταιριάζει πολύ περισσότερο στα πρότυπα του γαλλικού κλασικιστικού θεάτρου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η εμφάνιση της νεότερης δραματουργίας στα μέσα του 16ου αιώνα σηματοδοτεί σημαντικότατες αλλαγές στην πορεία και την εξέλιξη του θεάτρου. Μέσα από την μελέτη των υπό εξέταση κειμένων, ορθώνονται μπροστά μας δυο εκ διαμέτρου αντίθετοι τραγικοί κόσμοι. Από τη μία ο συμπαγής, εύτακτος κόσμος της απόλυτης αριστοτελικής τελεολογίας του γαλλικού κλασικισμού, που η «Μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας», γίνεται ο μοναδικός προορισμός χωρίς περιθώρια για παρακλήσεις. Από την άλλη ο εύθραυστος σαιξπηρικός, ασυνάρτητος κόσμος, που κωμικό και τραγικό μπλέκονται διαρκώς, σε μια αέναη αναζήτηση αυτογνωσίας, που σκοπό έχει την ανύψωση του επιπέδου κατανόησης της ηθικής μας συνείδησης.

ΒΙΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βάρσος Γιώργος, Ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από τον 6ο έως της αρχές του 18 ου αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα, 22008.

Μπλουμ Χάρολντ, «Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: Άμλετ», στο: Πέρσα Αποστόλη (επιμ.), Ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Ρακίνας, «Πρόλογος στη Φαίδρα», στο: Πέρσα Αποστόλη (επιμ.), Ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Σαίξπηρ Ουίλλιαμ, «Άμλετ», στο: Αντιγόνη Βλαβιανού (επιμ.), Ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.