Οι διαφορές και οι ομοιότητες ανάμεσα στην Αριστοτελική και τη Μεσαιωνική κοσμοθεωρία, οι προσπάθειες που έγιναν την εποχή του μεσαίωνα ώστε η Αριστοτελική κοσμοθεωρία, να εναρμονιστεί με τις θεολογικές θέσεις της εποχής. Το κοσμολογικού μοντέλο του Αριστοτέλη, ο τρόπος με τον οποίο οι θέσεις αυτές έγιναν γνωστές στο μεσαιωνικό κόσμο, και ο ρόλος των πανεπιστημίων στην εμπέδωση, εξάπλωση και κατοχύρωση τους. Τα σημεία σύγκλισης και τριβής μεταξύ της Αριστοτελικής και Μεσαιωνικής κοσμολογίας, και οι προσπάθειες που έγιναν ούτως ώστε η Αριστοτελική κοσμολογία να εναρμονιστεί με τις μεσαιωνικές – θεολογικές θέσεις τις Χριστιανικής πίστης.
Η Αριστοτελική Κοσμολογία, οι σχολιαστές της, και ο ρόλος των μεσαιωνικών Πανεπιστημίων.
Ο Αριστοτέλης έγινε γνωστός στη μεσαιωνική δύση, κυρίως μέσα από τους Άραβες σχολιαστές του Αβερρόη1 και Αβικέννα2. Πρέσβευε ένα κοσμολογικό μοντέλο το οποίο σε γενικές γραμμές ήταν αποδεκτό από την Χριστιανική Εκκλησιά. Το μοντέλο αυτό τοποθετούσε τη Γη στο κέντρο του σύμπαντος περιβαλλόμενη από διαδοχικές, κρυστάλλινες σφαίρες. Οι σφαίρες αυτές περιέχουν στο εσωτερικό τους πλανήτες, τα αστέρια, και τον ήλιο.
Κατά τον Αριστοτέλη υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην υποσελήνια (η οποία εμπεριέχει και τη γη), και την ουράνια περιοχή3. Η υποσελήνια ή γήινη περιοχή είναι κατώτερη, και χαρακτηρίζεται από τη γέννηση τη φθορά την αστάθεια, και τις κάθε είδους μεταβολές. Αποτελείτε από τέσσερα στοιχεία: τη Γη, το νερό, τον αέρα και τη φωτιά. Η φυσική κίνηση τον στοιχείων αυτών είναι ευθύγραμμη, προς τα κάτω (γη, νερό) ή προς τα πάνω (αέρας, φωτιά), ανάλογα με την βαρύτητα ή την ελαφρότητα τους. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εάν δεν υπήρχαν εξωτερικοί αστάθμητοι παράγοντες, που να εξαναγκάζουν την κίνηση τους προς διαφορετικές κατευθύνσεις, τα τέσσερα στοιχεία αυτά, θα σχημάτιζαν ομόκεντρες σφαίρες, οι οποίες θα κάλυπταν όλη την υποσελήνια περιοχή, με την γη στο κέντρο, το νερό, τον αέρα και τη φωτιά αμέσως μετά.
Αντίθετα η ουράνια ανώτερη περιοχή, ανάμεσα στις σφαίρες υπάρχει μόνο ο αιθέρας, ένα υλικό άφθαρτο και τέλειο, το οποίο ονομάζεται και πεμπτουσία γιατί αποτελεί το πέμπτο στοιχείο. Οι κρυστάλλινες σφαίρες υπόκεινται σε αιώνια, κυκλική, τέλεια (αφού ο κύκλος είναι το τελειότερο σχήμα) κίνηση από τους νόες (τα κινούντα), μέχρι την εξωτερική σφαίρα της οποίας η κινητήρια δύναμη ονομάζεται Πρώτο Κινούν, το οποίο είναι ένα, αιώνιο και αναλλοίωτο, μην αλλάζοντας κατάσταση. Η κίνηση μεταδίδεται από το Πρώτο Κινούν στις σφαίρες όχι φυσικά, άλλα μεταφυσικά και αποτελεί έκφραση της αγάπης του Θείου4.
Πέρα από αυτό δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καν κενό, αφού ο Αριστοτέλης αρνείται την ύπαρξη του κενού. Επίσης αρνείται με συνέπεια και τη δυνατότητα αρχής του σύμπαντος αφού επιμένει ότι αυτό θα πρέπει να είναι αιώνιο. Γενικά, ο κόσμος του Αριστοτέλη είναι εύτακτος οπότε κάθε αντικείμενο έχει σκοπό του να κατευθυνθεί προς την ουσία η οποία το χαρακτηρίζει.
Ενώ μέχρι το 12ο αιώνα τα πανεπιστήμια λειτουργούν κάτω από άναρχο καθεστώς όπου ο λόγιος δίδασκε ελεύθερα και ανάλογα με τη φήμη του τους σπουδαστές, ο 13ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την καθιέρωση των πανεπιστημίων, με συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, και βεβαίως από την σαρωτική είσοδο του αριστοτελισμού σε αυτά. Ο αριστοτελισμός υιοθετείται κυρίως μέσω της αντιπαράθεσης του Αγίου Μποναβεντούρα5 στο έργο του Αριστοτέλη, μέσω του έργου του Θωμά του Ακινάτη6, ως κορυφαία έκφραση της προσπάθειας συγκερασμού λόγου και πίστης, και με το έργο του Σίζερ7 και άλλων, με τον οποίο ο Λόγος αναβαθμίζεται, σε βαθμό που να προκαλέσει την κρίση του 1270 και του 12778, και την καταδίκη των 219 προτάσεων9.
Σημεία Σύγκλισης.
'Όπως αναφέραμε παραπάνω η καθολική εκκλησία, ασπάστηκε καταρχήν και σε γενικές γραμμές την θεωρία του Αριστοτέλη, καθώς διέκρινε ή και επινόησε, αρκετά σημεία σύγκλισης με τις θεωρήσεις της Χριστιανικής πίστης. Τα κυριότερα ήταν τα εξής:
Γεωκεντρικό σύστημα, και διαχωρισμός σύμπαντος σε υποσελήνιο – υπερσελήνιο.
Η άποψη του Αριστοτέλη σύμφωνα με την οποία η γη (και κατά συνέπεια ο Άνθρωπος) βρίσκεται ακίνητη στο κέντρο του σύμπαντος, αποτελεί ένα από τα βασικότερα σημεία σύγκλισης της Αριστοτελικής και της μεσαιωνικής κοσμολογίας. Οι εκπρόσωποι της χριστιανικής εκκλησίας αποδέχονταν το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη γιατί ταίριαζε με τις περιγραφές της Βίβλου. Σε ότι άφορα στην ουράνια περιοχή, και εκεί οι απόψεις συμπλέουν. Τα ακίνητα κινούντα του Αριστοτέλη τα οποία κινούν τις ουράνιες σφαίρες βαφτίστηκαν “Άγγελοι” ούτως ώστε να γίνει σαφής η κατωτερότητα τους σχετικά με το Πρώτο Κινούν το οποίο παραδοσιακά είχε ταυτιστεί με το χριστιανικό Θεό10.
Απόρριψη έννοιας κενού. Ο Αριστοτέλης απέρριψε την έννοια της ύπαρξης του κενού, που τη θεωρεί ασυμβίβαστη με την κίνηση. Και εδώ η άποψη του συμπίπτει με αυτήν της μεσαιωνικής κοσμολογίας, σύμφωνα με την οποία ο παντοδύναμος Θεός βρίσκεται παντού, όποτε καλύπτει με την παρουσία του την κάθε ενδεχόμενη ύπαρξη κενού.
Τελεολογία. Βασικό αξίωμα της τελεολογικής θεωρίας του ήταν η φράση «φύσις ουδέν μάτην ποιεί». Τα όντα ή τα συμβάντα, εκτός από τυχαίες συμπτώσεις, συμβαίνουν για έναν καθορισμένο σκοπό. Ο Θεός και η φύση δεν κάνουν τίποτε άσκοπα. Ενώπιόν μας υπάρχει μια ιεράρχηση σκοπών. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί στην δημιουργία κάποιου αγαθού που με τη σειρά του, εξυπηρετεί κάποιο άλλο αγαθό κοκ. Η ύπαρξη λοιπόν ενός σχεδιαστή, ή Θεού που κατευθύνει διαδικασίες, όπως είναι αυτονόητο, ταιριάζει επίσης απόλυτα στις ανάγκες της Χριστιανικής πίστης.
Σημεία Τριβής
Εκτός βεβαίως από τα σημεία σύγκλησης, υπήρξαν χαρακτηριστικά σημεία της Αριστοτελικής Κοσμολογίας, τα οποία οι Χριστιανοί λόγιοι αναγνώστες δεν μπορούσαν να παραβλέψουν, καθώς ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της Χριστιανικής πίστης. Ποιο συγκεκριμένα:
Αιωνιότητα του κόσμου. Από τα σημαντικότερα προβλήματα στη σχέση Αριστοτελικής – Μεσαιωνικής κοσμολογίας, είναι η άποψη του Αριστοτέλη για την αιωνιότητα του κόσμου11. Την άποψη ότι ο κόσμος ούτε δημιουργήθηκε κάποια στιγμή ούτε είναι δυνατόν να σταματήσει να υπάρχει, την υπερασπίστηκε με ποικίλα επιχειρήματα σε πολλά από τα έργα του. Οι Χριστιανοί αναγνώστες είναι εύλογο πως δεν θα μπορούσαν να παραβλέψουν την άποψη αυτή καθώς έρχεται σε αντίθεση με μια από τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης, το δόγμα της δημιουργίας.
Η αιτιοκρατία και η άρνηση της Θείας πρόνοιας. Η σχέση Δημιουργού και Δημιουργίας12, είναι ένα ακόμη μείζον πρόβλημα. Η Θεότητα του Αριστοτέλη, το Πρώτο Κινούν, είναι αιωνίως αμετάβλητη και άρα ανίκανη να παρέμβει στις λειτουργίες του σύμπαντος. Ως εκ τούτου καταργούνται τα κάθε είδους θεία θαύματα, βασική αρχή της Χριστιανικής πίστης.
Η άρνηση της ελεύθερης βούλησης. Η άποψη του Αριστοτέλη ότι τα ουράνια σώματα, μπορούν να ασκήσουν επίδραση επηρεάζοντας καθοριστικά την ανθρώπινη βούληση13, δημιουργεί ένα ακόμη σημείο τριβής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη γνωστή Χριστιανική θέση περί ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, αμαρτίας και σωτηρίας.
Ο μονοψυχισμός και η άρνηση της προσωπικής αθανασίας. Ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα, είναι αυτό της φύσης της ψυχής14. Ο χριστιανισμός Θεωρεί την ανθρώπινη ψυχή αιώνια και άρα αθάνατη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η μορφή ή ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει ξεχωριστά από την ύλη, οπότε με τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή απλώς σταματά να υπάρχει. Ο μονοψυχισμός, είναι μια θεωρία που επεξεργάστηκε ο Αβερρόης, στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει ορισμένες δυσκολίες της γνωσιολογίας του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με αυτή, το άυλο και αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ψυχής, δεν είναι ατομικό, άλλα ένας κοινός νους τον οποίο μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι. Έτσι λοιπόν έστω και αν υφίσταται κάποιο είδος αθανασίας, αυτή είναι συλλογική και όχι προσωπική, πράγμα που επίσης παραβιάζει τη Χριστιανική διδασκαλία.
Προσπάθειες Εναρμόνισης
Παρά τους κινδύνους, οι Αριστοτελική φιλοσοφία αποδείχτηκε ιδιαίτερα ελκυστική για να αγνοηθεί. Ο σκοπός των των Χριστιανών λογίων του μεσαίωνα, δεν ήταν να την απορρίψουν αλλά αφενός να την καταστήσουν ακίνδυνη, και αφετέρου να την χρησιμοποιήσουν στην υπηρεσία της Χριστιανικής πίστης. Αυτό προέκυψε όχι γιατί ένοιωθαν υποχρεωμένοι απέναντι στον Αριστοτέλη, άλλα επειδή η κοσμολογική του θεωρία προσέφερε μια πειστική εικόνα του κόσμου όπως αυτοί τον αντιλαμβάνονταν15. Έτσι λοιπόν είναι έκδηλη η αγωνία των Λογίων του μεσαίωνα να διατηρήσουν τόσο την πίστη τους, όσο και τον αριστοτελισμό τους16.
Στο ουσιώδες πρόβλημα της δημιουργίας και της αιωνιότητας του κόσμου οι κύριες μεσαιωνικές προσπάθειες συμβιβασμού αντικατροπτίζονται σε τρεις βασικές απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει ότι ναι μεν ο κόσμος δημιουργήθηκε, άλλα η ύλη είναι αιώνια. Η άποψη αυτή απορρίφθηκε ως αντιχριστιανική και καταδικάστηκε με την πρόταση 10717 . Η δεύτερη άποψη (η οποία με βάση τις σύγχρονες απόψεις για τη σχέση χώρου – χρόνου ακούγεται ιδιαίτερα σημερινή), υποστηρίζει ότι ο χρόνος αρχίζει όταν ο θεός δημιούργησε την πρώτη κίνηση, συνεπώς η αιωνιότητα ταυτίζεται με τη δημιουργία. Η τρίτη άποψη, θεωρεί, ότι δεν μπορεί να αποδειχτεί η πρόταση περί αρχής του κόσμου. Η θεϊκή παντοδυναμία, μπορεί να παράγει γεγονότα ταυτόχρονα, άρα μπορεί να δημιουργήσει και έναν αιώνια υπάρχοντα κόσμο χωρίς χρονική αρχή. Υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι και ο είναι και ο κορυφαίος “διαμεσολαβητής” στην προσπάθεια εναρμόνισης λογού – πίστης, Θωμάς Ακινάτης.
Μια πρώτη προσπάθεια συμβιβασμού και εναρμόνισης, έγινε από τον επίσκοπο του Lincoln, Ρόμπερτ Γκροσσετέστ18 . Γνώστης των ελληνικών, μελέτησε σε βάθος τον Αριστοτέλη και τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Το υπόμνημα του στα Αναλυτικά Ύστερα του Αριστοτέλη, αποτελεί μια από της πιο σοβαρές επιστημονικές προσεγγίσεις της Αριστοτελικής Κοσμολογίας, και επιχειρεί να συμβιβάσει το Αριστοτελικό κοσμολογικό πλαίσιο, με τη βιβλική αντίληψη της δημιουργίας εκ του μηδενός.
Ο Άγγλος λόγιος Μπέικον19 υπήρξε Θαυμαστής του Γκροσσετέστ, και συνέχισε ορισμένες σημαντικές πλευρές του προγράμματος του. Ο Μπέικον υποστήριξε ότι η φιλοσοφία αποτελεί θείο δώρο όντας ικανή να αποδείξει τα άρθρα της πίστης και η επιστημονική γνώση συμβάλει στην ερμηνεία της γραφής. Σε ότι άφορα τα σημεία τριβής θεωρούσε ότι δεν είναι πραγματικά προβλήματα, άλλα προκύπτουν από λανθασμένες μεταφράσεις ή αδαείς ερμηνείες,
Ο Αλβέρτος ο μέγας20, Θεωρήθηκε ο ουσιαστικός ιδρυτής του χριστιανικού Αριστοτελισμού. Θεωρούσε την Αριστοτελική φιλοσοφία, αναγκαία προπαρασκευή για της θεολογικές σπουδές. Αν και σκοπός του δεν ήταν να την απελευθερώσει από την υπηρετική της θέση, σκόπευε να της εμπιστευθεί πολύ ποιο σοβαρές ευθύνες.
Μαθητής του Αλβέρτου και άξιος συνεχιστής του έργου του ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης. Ο Θωμάς πίστευε όπως και ο Αλβέρτος, πως μπορούσε να λύσει το πρόβλημα στη σχέση μεταξύ πίστης και λόγου. Αν και υπήρξε φανατικός οπαδός του Αριστοτέλη, ποτέ δεν θεώρησε τη φιλοσοφία και την θεολογία ίσες, καθώς όπως αναφέρει, η σχέση τους είναι ότι η σχέση του τέλειου (θεολογία) με το ατελές (φιλοσοφία). Ο Θωμάς υποστηρίζει πως αν και οι δρόμοι Θεολογίας και φιλοσοφίας ενδέχεται να οδηγούν κάποτε σε διαφορετικές αλήθειες, δεν είναι δυνατόν πότε να οδηγούν σε αντιφατικές αλήθειες21. Η λύση του Θωμά στη σχέση λογού και πίστης, ήταν να δημιουργήσει χώρο και για τα δυο, συγχωνεύοντας τα με ιδιαίτερα προσεκτικό και λεπτό τρόπο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Πριν την τελική εξαναγκασμένη απεμπλοκή της φιλοσοφίας, και της Θεολογίας, η σχέση λόγου και πίστης, (στην περίπτωση μας η σχέση Αριστοτέλη και Χριστού) ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, και αλληλεπιδραστική. Έτσι λοιπόν δεν είχαμε απλώς ένα συμβιβασμό κατόπιν διαπραγματεύσεων. Έκτος από τον φανερό “εκχριστιανισμό” του Αριστοτελισμού, είχαμε παράλληλα και έναν αδιόρατο “εξαριστοτελισμό” του Χριστιανισμού, με την εισαγωγή σημαντικών πλευρών της Αριστοτελικής μεταφυσικής και φυσικής φιλοσοφίας στη Χριστιανική Θεολογία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μιχάλης Ασιμακόπουλος, Δρ. Αναστάσιος Τσιαντούλας, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη Τόμος Α΄. Η Ιστορία και η Θεωρία των Επιστημών κατά τον Μεσαίωνα., Ε.Α.Π., Πάτρα 2008
David C. Linberg, Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης. Η φιλοσοφική, θρησκευτική, και θεσμική θεώρηση της Ευρωπαϊκής επιστημονικής παράδοσης, 600 π.Χ – 1450 μ.Χ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 1997